- δραχμήϊος
- δραχμ-ήϊος, α, ον, [dialect] Ion. for δραχμαῖος,A weighing a drachm,
ἄχθος Nic.Th.604
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄχθος Nic.Th.604
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δραχμήιον — δραχμήιος weighing a drachm masc acc sg δραχμήιος weighing a drachm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραχμιαίος — α, ο και ιος, ια, ιο (AM δραχμιαῑος, α, ον και δραχμαῑος, α, ον και δραχμήιος, ια, ον) 1. αυτός που έχει αξία μιας δραχμής 2. αυτός που ζυγίζει μια δραχμή … Dictionary of Greek